τρανσφεράση

τρανσφεράση
η, 1. συν. στον πληθ. οι τρανσφεράσες
(βιοχ.) γενική ονομασία μιας μεγάλης τάξης ενζύμων τα οποία καταλύουν τη μεταφορά μιας ρίζας ή μιας ομάδας ατόμων από ένα μόριο σε ένα άλλο
2. φρ. α) «βουτυρική τρανσφεράση συνενζύμου Α»
(βιοχ.) κοινή ονομασία ενζύμου τής τάξης τών τρανσφερασών, γνωστό με την εμπειρική ονομασία βουτυρική θειοφοράση
β) «3-κετοαδιπική τρανσφεράση συνενζύμου Α»
(βιοχ.) κοινή ονομασία ενζύμου τής τάξης τών τρανσφερασών, γνωστό με την εμπειρική ονομασία β-κετοαδιπική θειοφοράση
γ) «3-κετονοξέων τρανσφεράση συνενζύμου Α»
(βιοχ.) κοινή ονομασία ενζύμου τής τάξης τών τρανσφερασών, γνωστό με την εμπειρική ονομασία θειοφοράση β-κετονοξέων
δ) «κιτρομηλική τρανσφεράση συνενζύμου Α»
(βιοχ.) κοινή ονομασία ενζύμου τής τάξης τών τρανφερασών, γνωστό με την εμπειρική ονομασία κιτρομηλική θειοφοράση
ε) «μηλονική τρανσφεράση συνενζύμου Α»
(βιοχ.) κοινή ονομασία ενζύμου τής τάξης τών τρανσφερασών, γνωστό με την εμπειρική ονομασία μηλονική θειοφοράση
στ) «οξαλική τρανσφεράση συνενζύμου Α»
(βιοχ.) κοινή ονομασία ενζύμου τής τάξης τών τρανσφερασών, γνωστό με την εμπειρική ονομασία οξαλική θειοφοράση
ζ) «οξική τρανσφεράση συνενζύμου Α»
(βιοχ.) κοινή ονομασία ενζύμου τής τάξης τών τρανσφερασών, γνωστό με την εμπειρική ονομασία οξική θειοφοράση
η) «προπιονική τρανσφεράση συνενζύμου Α» — κοινή ονομασία ενζύμου τής τάξης τών τρανσφερασών, γνωστό με την εμπειρική ονομασία προπιονική θειοφοράση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. transferase < ρ. transfer «μεταφέρω» + κατάλ. -ase τής χημ. ορολογίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”